- ευλίβανος
- εὐλίβανος, -ον (Α)πλούσιος σε λιβανωτό («εὐλιβάνου Συρίης», Ορφ. ύμν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λίβανος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐλιβάνου — εὐλίβανος rich in frankincense masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλιβάνους — εὐλίβανος rich in frankincense masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία … Dictionary of Greek